κατακροῶμαι

κατακροῶμαι
κατακροάομαι
listen attentively to
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
κατακροάομαι
listen attentively to
pres ind mp 1st sg
κατακροάομαι
listen attentively to
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακροώμαι — κατακροῶμαι, άομαι (Α) ακούω κάτι με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”